- στούμπισμα
- τό1) ушиб; 2) см. στουμπάνισμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στούμπισμα — το, Ν [στουμπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στουμπίζω … Dictionary of Greek
στούμπισμα — το κοπάνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στουμπάνισμα — το, Ν [στουμπανίζω] στούμπισμα … Dictionary of Greek
κοπάνισμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοπανίζω, στούμπισμα. 2. κατσάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)